"Μνήμη δικαίου μετ' εγκωμίων..." Ο μακαριστός Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος, καθηγητής στην Εκκλησιαστική Σχολή Λαμίας!
Συνεχιστής αγιότητος, Ο Μητροπολίτης Σιατίστης Αντώνιος
«Εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιπ. α΄ 21) έλεγε ο ουρανοπολίτης Επίσκοπος, ο αναπαυόμενος στους κόλπους του Αβραάμ, ο μακαριστός Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος· ο Επίσκοπος που ζούσε για τον Χριστό και έσπευδε να τον συναντήσει, όπως ο νοσταλγός απόδημος σπεύδει να επιστρέψει στην πατρίδα, για να συναντήσει τους δικούς του ανθρώπους. Δεν έχουμε καλύτερο παράδειγμα σύχρονης αγιότητος από τον ταπεινό και αφιλοχρήματο, τον ακτήμονα, νηστευτή, προσευχόμενο π. Αντώνιο.
Σήμερα που ο κόσμος έχει ανάγκη από βιωματική πίστη, αφού έχει βαρεθεί τα πολλά λόγια, ο Επίσκοπος Αντώνιος προβάλλεται ως πρότυπο, γιατί πραγματικά είχε βρεί «την πράξιν εις θεωρίας επίβασιν». Ήταν αυτό που έλεγε. Ήλθε για να διακονήσει και όχι να διακονηθεί, αφού άλλωστε και στην Επισκοπή έμενε μόνος, δεν δεχόταν βοήθεια ούτε στην καθαριότητα, την οποία επιμελούνταν ο ίδιος, ούτε στην απλή μαγειρική, όταν δεν περιοριζόταν στα λίγα λαχανικά και τα φρούτα. Ήταν πραγματικός ασκητής, όχι όμως της ερήμου, αλλά του κόσμου· αυτού που διψάει για αγιότητα, διψάει για παράδειγμα.
Όταν επισκεπτόταν την Αθήνα, για να συμμετάσχει στις Συνοδικές εργασίες ο Άγιος Σισανίου και Σιατίστης χρησιμοποιούσε λεωφορεία, αφού δεν διέθετε ο ίδιος αυτοκίνητο, αν και ως Μητροπολίτης δικαιούταν να έχει και μάλιστα με οδηγό. Γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν «ο Δεσπότης των τρόλει». Το ίδιο έπραττε και κατά τις περιοδείες του στα ορεινά χωριά του Βοΐου και της Σιάτιστας. Χρησιμοποιούσε λεωφορεία μέχρι κάποιο σημείο και μετά συνέχιζε με τα πόδια, πάντοτε, όμως, προσευχόμενος, για να παίρνει δύναμη από τον ουρανό. Χρυσοποίκιλτα άμφια δεν χρησιμοποιούσε λέγοντας: «Εγώ είμαι καλόγερος»! Την ίδια απάντηση έδινε και σε όσους τον ρωτούσαν γιατί δεν χρησιμοποιεί κινητό τηλέφωνο. «Τι τα θέλει τα κινητά τηλέφωνα ο καλόγερος; Η επικοινωνία με τον ουρανό γίνεται δωρεάν χωρίς να μας επερηάζουν τα βουνά και να μην έχουμε σήματα, και χωρίς μαγνητικά κύματα που βλάπτουν κιόλας». Όταν τον συνέκριναν μπροστά του με άλλους αρχιερείς ποτέ δεν έπεσε σε κατάκριση. Με απλότητα και ταπείνωση έλεγε ότι «πρώτα γινόμαστε μοναχοί και μετά επίσκοποι. Ο μοναχός δεν μας εγκαταλείπει μέχρι να πεθάνουμε. Και αυτός ζη με ακτημοσύνη, παρθενία, προσευχή και σκληραγωγία». Έτσι απέφευγε τις περαιτέρω συζητήσεις, για να καταλήγει αυτομεμφόμενος: «Εγώ είμαι ο πιο αμαρτωλός από όλους. Οι άλλοι αρχιερείς έχουν πολλά προσόντα, πολλά χαρίσματα, ευαρεστούν στον Θεό και στους συνανθρώπους μας. Εγώ δεν ξέρω αν έχω κάτι καταφέρει».
Στην Μητρόπολη εξυπηρετούσε τον κόσμο που ερχόταν να τον συναντήσει με την προθυμία του πιο ευπειθούς υπαλλήλου, γι’ αυτό και πολλοί δεν τον ξεχωρίζαν, τον νόμιζαν ένα απλό ιερέα των γραφείων.
Στο να βοηθήσει ήταν πρώτος, στο να δεχθεί βοήθεια από άλλους τελευταίος. Θυμάμαι μερικούς μήνες πριν κοιμηθεί, της Παναγίας με το αγιορείτικο ημερολόγιο, με συνοδεία εκλεκτών πνευματικών του παιδιών ήρθε στο Άγιον Όρος καλεσμένος από τον Παπα-Γιάννη στην Καλύβη του, στην Αγία Άννα, που γιόρταζε.Κουβαλούσε πάντοτε μια μικρή ξύλινη βαλίτσα με τα αρχιερατικά του άμφια. Δύσκολα να του την πάρουν οι συνοδοί του. Μόνος του ήθελε να σηκώνει το φορτίο του, για να μην γίνεται φορτίο σε κανέναν.
Στον αρσανά της Σκήτης τον περίμεναν οι μοναχοί της συνοδείας του Παπα-Γιάννη που είχαν έλθει με ζώα, να τον υποδεχθούν και να τον ανεβάσουν καβάλα σε αυτά στην δύσκολη ανηφόρα προς την Καλύβη τους, που γινόταν πιο δύσκολη λόγω της απογευματικής καλοκαιριάτης ώρας που ο ήλιος έπεφτε καυτός επάνω τους. Τον χαιρέτισαν ευχόμενοι «καλήν πανήγυριν» και πήραν την ευχή του. Μετά έσπευσαν στην προβλήτα να πάρουν την βαλίτσα του Δεσπότη μαζί με αυτές των συνοδών του και να τις βάλουν πάνω στα ζώα ετοιμάζοντάς τα για να δεχθούν στην πλάτη τους τον γηραιό και πάσχοντα Επίσκοπο και να τον ανεβάσουν στον πανηγυρικό προορισμό του.
Όταν τακτοποίησαν τις αποσκευές ζήτησαν τον Δεσπότη. Κοίταξαν δεξιά, κοίταξαν αριστερά, δεν τον έβλεπαν πουθενά. Ρώτησαν τότε κάποιους άλλους μοναχούς και πληροφορήθηκαν ότι ο Δεσπότης μόνος είχε ήδη πάρει το ανηφορικό μονοπάτι για την Καλύβη. Ούτε τότε, που η ασθένειά του είχε αρχίσει να τον καταβάλει δέχθηκε εξυπηρετήσεις από άλλους, ούτε ήθελε να γίνει βάρος και σε αυτά ακόμη τα τεράποδα ζώα, τα προοριζόμενα για εξυπηρέτηση των ανθρώπων. Και το βράδυ στην αγρυπνία, την πολύωρη και κοπιαστική της Κοιμήσεως της Παναγίας μας, δεν έδειχνε την παραμικρή κόπωση. Ως παρόντες το βεβαιούμε και θαυμάζουμε τον άνδρα, τον Επίσκοπο, τον αγωνιστή, τον υπέρ πάντας αγαπώντα τον Κύριο.
Εφέτος συμπληρώνονται 15 χρόνια από την οσιακή του κοίμηση και εκατό από την γέννησή του. Ο Επίσκοπος Αντώνιος ήταν δώρο του ουρανού στην γη, δώρο στην πτωχινή αλλά αγιοτρόφο Μητρόπολη του Σισανίου και της Σιάτιστας. Ας έχουμε την ευχή του και ας μας γίνει πρότυπο ζωής.
———
Ο καλός ποιμένας Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος
Από την επομένη ημέρα της χειροτονίας του ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος άρχισε να ενημερώνεται και να τακτοποιή τα συσσωρευμένα θέματα της από διετίας αποίμαντης Μητροπόλεώς του. Όποιος ήθελε, μπορούσε να εισέλθη στην Μητρόπολη να μιλήση στον Επίσκοπο, να πη τον πόνο του, τα προβλήματά του και να ζητήση την βοήθειά του. Το ποιμαντικό έργο που επετέλεσε ήταν πολυσχιδές, πολύπλευρο και πολύ πνευματικό.
Ο Σεβασμιώτατος άρχισε να περιοδεύη τα χωριά της Επαρχίας του. Έφθασε και στα πιο μικρά και απρόσιτα «κουτσοχώρια», με 20-30 κατοίκους που δεν είχαν δει ποτέ τους Δεσπότη στο χωριό.
Ο Σεβασμιώτατος πήγαινε μόνος του χωρίς διάκονο. Χτυπούσε την καμπάνα, έκανε Εσπερινό, κήρυττε και εξωμολογούσε τους ανθρώπους. Την επομένη ημέρα πήγαινε νωρίς, από τις 6.30′ στο ναό και διάβαζε την ακολουθία, λειτουργούσε, κήρυττε και μεταλάμβανε εκείνους οι οποίοι είχαν εξομολογηθή και ήταν προετοιμασμένοι. Τους ιερείς που εξυπηρετούσαν δύο-τρία χωριά εκ περιτροπής, τους ρωτούσε σε ποιο χωριό θα λειτουργήσουν και πήγαινε ο ίδιος σε κάποιο άλλο. Το πρωί άναβε μόνος του την σόμπα για να ζεσταθούν οι γέροι. Οι άνθρωποι τα έχαναν με όσα έβλεπαν σ’ αυτόν τον Δεσπότη, που δεν έμοιαζε με τους άλλους. Έφθανε στο χωριό τους με ώτο-στοπ. Εφέρετο απλά και λειτουργούσε φορώντας όχι αρχιερατικά άμφια αλλά μία φθαρμένη ιερατική στολή και το ωμόφορο. Τον φιλοξενούσαν στα σπίτια τους και έβλεπαν την ασκητική του ζωή. Τους αιχμαλώτιζε με την αγάπη του και την απλότητά του.
Πηγαινε στο πρώτο χωριό, έκανε Εσπερινό, εξωμολογούσε τους ανθρώπους, το πρωί λειτουργούσε, έκανε κήρυγμα, τους κοινωνούσε και έφευγε με τα πόδια για το επόμενο χωριό. Έτσι στα τριάντα χρόνια της ποιμαντορίας του έφθασε να έχη περιέλθει πάνω από σαράντα φορές όλα τα χωριά της Μητροπόλεώς του!
Οι Λειτουργίες που έκανε ήταν μυσταγωγία. Όταν μιλούσε, το στόμα του γινόταν χείμαρρος σοφίας και χάριτος, αναφέροντας ολόκληρα αποσπάσματα από την Αγία Γραφή και τους Αγίους Πατέρες μαζί με την παραπομπή τους.
Αγαπούσε τους Ιερείς, τους εφέρετο καλά και τους βοηθούσε στις ανάγκες τους. Η μέριμνά του και η φροντίδα του για να συμπληρώση τις κενές θέσεις των ιερέων στην Μητρόπολή του ήταν συνεχής και ανύστακτη.
Τον ποιμένα τον καλό τον φανερώνει η αγάπη για τα λογικά του πρόβατα. Ο άγιος Σιατίστης είχε αυτή την πατρική αγάπη. Όταν άκουγε ότι κάποιος είναι άρρωστος, δεν τον ενδιέφερε αν ήταν φτωχός ή πλούσιος, μεγάλος ή μικρός, πήγαινε να τον επισκεφθή. Όταν άκουγε να χτυπά πένθιμα η καμπάνα, ρωτούσε ποιος εκοιμήθη και τι ώρα θα γίνει η κηδεία. Πηγαινε στις κηδείες απρόσκλητος και χωρίς να ειδοποιήση.
Στην άκρη της πόλεως ζούσε ένας γέρος μόνος του, ανήμπορος, χωρίς συγγενείς. Το έμαθε ο Δεσπότης και πήγαινε ο ίδιος κρυφά τις νύχτες να τον δη, να του προμηθεύση τα απαραίτητα και να τον βοηθήση στις ανάγκες του ο ίδιος με τα χέρια του. Το γεγονός έγινε γνωστό στην Αστυνομία που ανησύχησε βλέποντας φως κάθε νύχτα στο σπίτι του κατάκοιτου γέρου, παρακολούθησε και «συνέλαβε» τον Δεσπότη στην ταπεινή του διακονία, που παρεκάλεσε να μην τον αποκαλύψουν.
Παρηγορούσε τους θλιμμένους, βοηθούσε τους φτωχούς, ενίσχυε τους νέους στον αγώνα τους. Για όλους ήταν στήριγμα και παρηγοριά και προσευχόταν για όλες τις ψυχές που του εμπιστεύθηκε ο Κυριος. Δεν κρατούσε ωράριο για να δέχεται τον κόσμο. Οποιαδήποτε ώρα πήγαινε κάποιος, τον εδέχετο με αγάπη και πρόθυμα τον βοηθούσε.
Ήταν κάποτε τοποτηρητής στην Μητρόπολη Καστορίας. Ένα πνευματικό του τέκνο του ανέφερε ότι μία γνωστή του οικογένεια σε ένα χωριό της Καστοριάς πήγαινε για χωρισμό, και τον παρακάλεσε να πάνε στο σπίτι τους να κάνουν Ευχέλαιο. Την ίδια στιγμή σηκώθηκε και πήγαν στο σπίτι του ανδρογύνου. Εκείνοι το θεώρησαν μεγάλη τιμή και ευλογία που καταδέχθηκε ο Δεσπότης να πάη σπίτι τους. Έκανε Ευχέλαιο, άκουσαν με προσοχή τις συμβουλές του και όχι μόνο δεν χώρισαν, αλλά έγιναν πλέον συνειδητοί χριστιανοί και σήμερα ζουν αγαπημένοι.
Εξωμολογούσε με πολλή προθυμία τον κόσμο στο μοναστήρι του Μικροκάστρου, στην Μητρόπολη και στα χωριά. Ήταν αντίθετος με τα βαρειά επιτίμια της ακοινωνησίας. Όταν έβλεπε ειλικρινή μετάνοια και διόρθωση, διακοπή της αμαρτίας, τους διάβαζε «Δεσποτική ευχή», όπως έλεγε, και τους προετοίμαζε για να κοινωνήσουν.
Ήταν πολύ ευαίσθητος. Δεν ήθελε να δώση ο ίδιος ή οι κληρικοί του αφορμή να κατηγορήσουν την Εκκλησία.
Είχε μορφή λεπτή, ασκητική, με ηρεμία και γαλήνη στο πρόσωπο και στα λόγια του. Υπεδέχετο τους ανθρώπους στην Μητρόπολη με εγκαρδιότητα και τους κερνούσε μόνος του. Όταν μιλούσε ήταν ήρεμος, μιλούσε ταπεινά σαν ίσος προς όλους, χωρίς διάθεση να επιβληθή ή να διακριθή. Δεν ήθελε να στενοχωρήση κανέναν. Μιλούσε στον καθένα με αγάπη σαν μητέρα με απέραντη μητρική στοργή.
Ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος ήταν για να δημιουργή, να κτίζη και όχι να γκρεμίζη. Ήταν «εις οικοδομήν και ουκ εις καθαίρεσιν». Συμβίβαζε τα διεστώτα, έδιωχνε τους πειρασμούς με τον ταπεινό του τρόπο και σαν πυροσβέστης έσβηνε τις πειρασμικές πνευματικές πυρκαγιές. Τακτοποιούσε τα διοικητικά θέματα της Μητροπόλεως με σχολαστικότητα και τελειότητα. Ήταν άριστος στην συνεργασία με όλους, κληρικούς αλλά και τοπικούς παράγοντες.
———